-
1 ἀνα-πίμπλημι
ἀνα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), erfüllen, μοῖραν βιότοιο, das Maaß der Lebenstage erfüllen, d. h. sterben; Iliad. 4, 170 αἴ κε ϑάνῃς καὶ πότμον (v. l. μοῖραν) ἀναπλήσῃς βιότοιο, wo ἀναπ. π. β. mit ϑάνῃς παραλλήλως steht: nach Scholl. Didym. las Aristarch πότμον, die κοιναί hatten μοῖραν; ὑπ' Ἀτρείδῃ πότμον ἀναπλήσαντες ἔδυν δόμον Ἄιδος εἴσω 11, 263; οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται 8, 34. 354. 465; ἄλγε' ἀναπλήσειν Od. 5, 302; ἀναπλήσας κακὰ πολλά Iliad. 15, 132; ὅσσα τοι αἶσα κήδε' ἀναπλῆσαι Od. 5, 207. Pind. N. 10, 57 ὁμοῖον πότμον ἀμπιπλάντες (wo zuerst das praes. vorkommt); νήματα ἐπιμοί-ρια Leon. Tar. 93 (VII. 504); Her. 5, 4. 9, 87; oft bei Sp. D., z. B. Ap. Rh. 1, 1035; Qu. Sm. 2, 655; pass. λογαρίων ἀναπεπλησμένος. Theognet. com. Ath. III, 104 b; – anfüllen, sättigen, ϑυμόν, den Zorn befriedigen, Her. 6, 12. Gew. τί τινος, etwas womit erfüllen, πόλιν αἰσχύνης, πονηρᾶς δόξης, Dem. Lept. 28. 50; ἀγρυπνίαν δακρύων Plat Ax. 368 b; anstecken, Thuc. 2, 51; vgl. Ar. Nub. 1011; αἰτιῶν, in seine Schuld mit verwickeln, Plat. apol. 32 c; sich beflecken, κακίας Xen. Cyr. 2, 2, 27; vgl. Plat. Phaed. 67 a.
-
2 πότμος
πότμος, ὁ (ΠΕΤ, πίπτω), das, was Einem zufällt, Zufall, Loos, Schickfal; gew. Unglück, bes. Todesloos, Todesgeschick, in welcher Bdtg Hom. von dem, der den Tod verhängt, bereitet, πότμον ἐφεῖναι sagt, wie Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, Il. 4, 396; ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, Od. 19, 550; von dem, der ihn erleidet, πότμ ον ἐπισπεῖν, Il. 6, 412; auch οὐ γάρ πώ τοι μοῖρα ϑανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν, 7, 52; ἐπεί κ' Ἀχιλεὺς ϑάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ, 20, 337; ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον, Od. 11, 197; ähnl. πότμον ἀναπλήσαντες, Il. 11, 263, sein Schicksal erfüllt habend, gestorben; ἑτάρων ἐρέων ἀδευκέα πότμον, Od. 10, 245, das herbe Geschick der in Schweine verwandelten Gefährten; – Pind. allgemein Loos; ὁ πότμος συγγενὴς κρίνει ἔργων πέρι, N. 5, 40; πότμος συγγενὴς ἐπέβασεν εὐαμερίας, I. 1, 39; τύχα πότμου, P. 2, 56; πότμῳ σὺν εὐδαίμονι, Ol. 2, 18; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, N. 10, 57; εὐϑυπορῶν, Aesch. Ag. 977; διχόφρων, Spt. 881; Soph. u. Eur., τίνα πότμον εἴληχε βίου, I. T. 913; sp. D. – [Auch die Attiker brauchen zuweilen die erste Sylbe lang, Seidl. vers. dochm. p. 106; spätere Epiker haben sie zuweilen kurz, Jacobs A. P. p. 572.]
См. также в других словарях:
πότμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον 2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή 3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος («ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον», Ομ. Οδ.) 4. ως κύριο όν. Πότμος η Μοίρα («ὁ μέγας Πότμος», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek